- φρύγει
- φρύ̱γει , φρύγωroastpres ind mp 2nd sgφρύ̱γει , φρύγωroastpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρυγεῖ — φρύγω roast aor subj pass 3rd sg (epic) φρυγεύς one who roasts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… … Dictionary of Greek
φρυγεύς — έως, ὁ, Α 1. σκεύος για το καβούρντισμα τού κριθαριού 2. αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek